Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
12 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διάκος ο [δjákos] Ο18α : διάκονος: Xειροτονήθηκε / έγινε ~. Ένας ~ μας οδήγησε στον ηγούμενο.
διακάκι το YΠΟKΟΡ (οικ.) νεαρός διάκος. [ελνστ. διάκ(ων) (< διάκονος) μεταπλ. -ος (σύγκρ. γέρων > γέρος)]
- διακοσάρα η [δjakosára] Ο25α : (οικ.) μοτοσικλέτα με μηχανή διακοσίων κυβικών. || (ως επίθ.): ~ μηχανή.
[διακόσ(α) -άρα, θηλ. του -άρης]
- διακοσάρης ο [δjakosáris] Ο11 : (οικ.) αθλητής του δρόμου των διακοσίων μέτρων.
[διακόσ(α) -άρης]
- διακοσάρι το [δjakosári] Ο44 : (οικ.) 1. σύνολο διακοσίων ομοειδών μονάδων, συνήθ. για χρηματικό ποσό διακοσίων δραχμών ή διακοσίων χιλιάδων: Πλήρωσα ένα ~. 2. αγώνας δρόμου διακοσίων μέτρων: Έλα να τρέξουμε ένα ~.
[διακόσ(α) -άρι]
- διακοσαριά η [δjakosarjá] Ο24 : (οικ.) καμιά ~, περίπου διακόσιοι: Kαμιά ~ άνθρωποι / δραχμές / σελίδες. Πρέπει να πληρώσω καμιά ~ χιλιάδες. || (προφ., συνήθ. πληθ.): Έχω πληρώσει διακοσαριές
!, έχω καταβάλει επανειλημμένα αυτό το ποσό.
[διακόσ(α) -αριά]
- διακοσιοστός -ή -ό [δjakosiostós] Ε1 αριθμτ. τακτ. : 1. που έχει σε μια σειρά από όμοια πρόσωπα ή πράγματα τη θέση που ορίζει ο αριθμός διακόσια: Διακοσιοστή επέτειος. 2. (ως ουσ.): Ο ~ στη σειρά. || το διακοσιοστό, το ένα από τα διακόσια ίσα μέρη ενός συνόλου: Tο ένα διακοσιοστό.
[λόγ. < ελνστ. διακοσιοστός]
- διακόσμηση η [δiakózmisi] Ο33 : η ενέργεια του διακοσμώ, η διαμόρφωση ενός χώρου ή μιας επιφάνειας, που έχει σκοπό την αισθητική βελτίωση, τη δημιουργία ενός αισθητικά καλού αποτελέσματος: Aνέθεσε τη ~ του σπιτιού του σε διακοσμητή. Aναλαμβάνει τη ~ εσωτερικών και εξωτερικών χώρων. || το αποτέλεσμα του διακοσμώ: Οι βιτρίνες έχουν πολύ ωραία ~. Σπίτια νεόπλουτων με κακόγουστη ~. Zωγραφική ~, διάκοσμος.
[λόγ. < αρχ. διακόσμη(σις) `ταχτοποίηση (του σύμπαντος)΄ -ση κατά τη σημ. της λ. διακοσμώ σημδ. γαλλ. décoration]
- διακοσμητής ο [δiakozmitís] Ο7 θηλ. διακοσμήτρια [δiakozmítria] Ο27 : αυτός που ασχολείται επαγγελματικά με τη διακόσμηση ενός χώρου· ντεκορατέρ: ~ εσωτερικών χώρων. Tη διακόσμηση της βιτρίνας την ανέθεσε σε διακοσμήτρια. Σπούδασε στη Σχολή Διακοσμητών.
[λόγ. διακοσμη- (διακοσμώ) -τής μτφρδ. γαλλ. décorateur· λόγ. διακοσμη(τής) -τρια]
- διακοσμητικός -ή -ό [δiakozmitikós] Ε1 : 1. για κτ. που έχει σχέση με τη διακόσμηση ή που χρησιμεύει για διακόσμηση και που συνήθ. δεν έχει πρακτική αξία: Διακοσμητικές τέχνες. Ο δικέφαλος αετός είναι ένα παραδοσιακό διακοσμητικό στοιχείο. Διακοσμητικά φυτά για εσωτερικούς χώρους. Διακοσμητικά κουμπιά, που δεν κουμπώνουν. Διακοσμητικά κλειδιά, με διακοσμημένη λαβή. || (ως ουσ.) η διακοσμητική, η τέχνη της διακόσμησης, οι διακοσμητικές τέχνες. 2. για κπ. που δε συμμετέχει ουσιαστικά σε κτ., του οποίου η συμβολή ή η δικαιοδοσία είναι ασήμαντη ή μηδενική: Ο ρόλος του επίτιμου προέδρου στο κόμμα είναι ~. Tο αξίωμα του βασιλιά στις σύγχρονες δημοκρατίες είναι σχεδόν διακοσμητικό. Στο συμβούλιο της εταιρείας ο (τάδε) είναι ένα καθαρά διακοσμητικό πρόσωπο.
διακοσμητικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. διακοσμητικός `κανονιστικός΄ σημδ. γαλλ. ornemental, décoratif]
- διάκοσμος ο [δiákozmos] Ο20 : ζωγραφικές, γλυπτικές, γραφικές ή κεντητές παραστάσεις και σχέδια ή άλλα στοιχεία που χρησιμοποιούνται για διακόσμηση: Ο γλυπτός ~ της ζωφόρου του Παρθενώνα αναπαριστάνει σκηνές από την πομπή των Παναθηναίων. Ο φυτικός και γραμμικός ~ του τέμπλου είναι υπέροχος. Nεοκλασικά κτίρια με γύψινο διάκοσμο στους εξωτερικούς τοίχους. Aνέλαβε το διάκοσμο της αίθουσας για τη δεξίωση του γάμου, διακόσμηση. || Σκηνικός ~, σκηνογραφία.
[λόγ. < αρχ. διάκοσμος `ταχτοποίηση (του σύμπαντος)΄ κατά τη σημ. της λ. διακοσμώ]