Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διάδρομος
1 εγγραφή
διάδρομος ο [δiáδromos] Ο19 : 1α. στενός και μακρύς βοηθητικός χώρος για την ανεξάρτητη επικοινωνία των δωματίων ενός σπιτιού ή των διαμερισμάτων ενός ορόφου: Σκοτεινός / φαρδύς / στενός ~. Δεξιά κι αριστερά από το διάδρομο υπάρχουν δωμάτια. || (επέκτ.) το στενόμακρο χαλί που καλύπτει το διάδρομο. β. μεγάλος κοινόχρηστος χώρος σε δημόσια συνήθ. οικοδομήματα για την ανεξάρτητη επικοινωνία αιθουσών και τμημάτων: Στους διαδρόμους της Bουλής γίνονται πολλές συζητήσεις. Συναντήθηκαν τυχαία στο διάδρομο του δικαστηρίου. γ. (μτφ.) το περιθώριο μιας επίσημης διαδικασίας: Συζητήσεις / φήμες / ψίθυροι των διαδρόμων, για κτ. που γίνεται, που κυκλοφορεί ανεπίσημα στο περιθώριο αυτής της διαδικασίας. 2. στενό και μακρύ πέρασμα ανάμεσα από τις σειρές των καθισμάτων: α. σε αίθουσες θεαμάτων: Είδαμε όλο το έργο όρθιοι στο διάδρομο. β. στα μέσα συγκοινωνίας: Tαξίδεψε καθισμένη σ΄ ένα σκαμνάκι στο διάδρομο του πούλμαν. 3. (σε αεροδρόμιο) ειδικά κατασκευασμένη επιφάνεια (πίστα) για την προσγείωση και την απογείωση αεροπλάνων: ~ προσγειώσεως / απογειώσεως. || ~ εναέριας κυκλοφορίας, σαφώς καθορισμένη πορεία αεροπλάνων (για τον εθνικό ή το διεθνή εναέριο χώρο)· αεροδιάδρομος. 4. (σε αθλητικούς χώρους) στενόμακρη λωρίδα, όπου τρέχει ο καθένας από τους δρομείς: Ο Έλληνας πρωταθλητής τρέχει στον τρίτο διάδρομο. 5. πέρασμα, διέξοδος: Mε δυσκολία άνοιξαν ένα διάδρομο ανάμεσα από τον κόσμο, για να περάσει το ασθενοφόρο. 6. στενή διέξοδος ενός κράτους προς τη θάλασσα, που περνάει μέσα από ένα άλλο όμορο κράτος.

[λόγ. < ελνστ. ουσ. διάδρομος `πέρασμα΄ < αρχ. επίθ. διάδρομος `που τρέχει πάνω κάτω΄ σημδ. γαλλ. corridor & συν. couloir]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες