Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δημότης
1 εγγραφή
δημότης ο [δimótis] Ο10 θηλ. δημότισσα [δimótisa] Ο27 : αυτός που ανήκει σε ένα δήμο, που είναι γραμμένος στα μητρώα του: ~ Θεσσαλονίκης / Nέας Φιλαδέλφειας. Aνακηρύχθηκε επίτιμος ~ του δήμου Aθηναίων.

[λόγ. < αρχ. δημότης· λόγ. δημότ(ης) -ισσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες