Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δημοψήφισμα
1 εγγραφή
δημοψήφισμα το [δimopsífizma] Ο49 : θεσμός ο οποίος αποτελεί άμεσο τρόπο συμμετοχής του λαού στην άσκηση της εξουσίας και που συνίστα ται σε γενική ψηφοφορία για την έγκριση ή την απόρριψη κάποιου σημα ντικού μέτρου που προτείνει η εκτελεστική εξουσία: H βασιλεία καταργήθηκε με ~. Tοπικό ~.

[λόγ. δημο- 1 + ψήφισμα μτφρδ. γαλλ. plebiscite]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες