Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δημοτικός
1 εγγραφή
δημοτικός -ή -ό [δimotikós] Ε1 : 1α. που έχει σχέση με το λαό, που έχει δημιουργηθεί ή προέρχεται από αυτόν: Δημοτικοί χοροί. Δημοτικά τραγούδια. Δημοτική γλώσσα, η δημοτική. || Δημοτικό σχολείο, στο οποίο κυρίως παρέχεται η πρωτοβάθμια εκπαίδευση. β. που ανήκει στη δημοτική γλώσσα: Δημοτικοί τύποι. γ. που έχει σχέση με το δημοτικό σχολείο: Δημοτική εκπαίδευση, η πρωτοβάθμια. 2. που έχει σχέση με το δήμο, τη μονάδα τοπικής αυτοδιοίκησης: Ο δήμαρχος και το δημοτικό συμβούλιο. Δημοτικές και κοινοτικές εκλογές. Δημοτικοί φόροι. Δημοτική επιχείρηση / περιουσία. ~ υπάλληλος. Δημοτικό θέατρο / νοσοκομείο. Δημοτική βιβλιοθήκη. Δημοτικό μέγαρο, δημαρχείο.

[λόγ.: 2: αρχ. δημοτικός (< δημότης)· 1α: αρχ. δημοτικός `σε κοινή χρήση΄ (δημοτικά τραγούδια: μτφρδ. γερμ. Volkslieder)· 1β: δημο τ(ική) -ικός· 1γ: κατά το δημοτικό σχολείο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες