Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δημοσίευση
1 εγγραφή
δημοσίευση η [δimosíefsi] Ο33 : 1. η ενέργεια του δημοσιεύω, η δημόσια γνωστοποίηση ιδίως μέσο του τύπου: H ~ των αποτελεσμάτων / των πρακτικών της δίκης / του νόμου στην εφημερίδα της Kυβερνήσεως. Πρέπει να απαγορευτεί η ~ προκηρύξεων των τρομοκρατικών οργανώσεων; 2. δημοσίευμα: Επιστημονικές δημοσιεύσεις σε περιοδικά και σε επετηρίδες. || Ξένη ~, ειδική επί πληρωμή καταχώριση στον τύπο.

[λόγ. < ελνστ. δημοσίευ(σις) `δημόσια γνωστοποίηση΄ -ση & σημδ. γαλλ. publication]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες