Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δημηγορία η [δimiγoría] Ο25 : ρητορικός λόγος, κυρίως πολιτικός, που εκφωνούνταν δημόσια: Οι δημηγορίες του Θουκυδίδη, λόγοι πολιτικών ανδρών που περιέχονται στο ιστορικό έργο του Θουκυδίδη.
[λόγ. < αρχ. δημηγορία]



