Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δημαρχεύων
1 εγγραφή
δημαρχεύων -ουσα -ον [δimarxévon] Ε12 : (λόγ.) που εκτελεί χρέη δημάρχου, που αναπληρώνει το δήμαρχο.

[λόγ. μεε. του ρ. δημαρχεύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες