Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δεσμός
1 εγγραφή
δεσμός ο [δezmós] Ο17 : 1. στην έκφραση γόρδιος* ~. 2. (μτφ.) στενή σχέση που υπάρχει ανάμεσα σε δύο πρόσωπα ή η στενή σχέση που συνδέει ένα πρόσωπο με κπ. ή με κτ.: Ο ~ του γάμου. Ερωτικός ~. ~ αίματος, για συγγένεια εξ αίματος. Δεν έχω δεσμό μαζί του, ερωτική σχέση. Οι νησιώτες έχασαν τους στενούς δεσμούς τους με τη θάλασσα. Έκοψε τους δεσμούς του με το παρελθόν. Οι δεσμοί μας με την καθαρεύουσα γίνονται όλο και πιο χαλαροί. || οτιδήποτε δημιουργεί ανάμεσα στους ανθρώπους ένα πλέγμα καθηκόντων ή υποχρεώσεων: Iδεολογικοί / οικονομικοί δεσμοί. 3. (χημ.) αλληλεπίδραση μεταξύ όμοιων ή διαφορετικών ατόμων, που έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία των χημικών ενώσεων: Ομοιοπολικός* / ετεροπολικός* ~.

[λόγ.: 1: αρχ. δεσμός· 2, 3: σημδ. γαλλ. lien & αγγλ. bond]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες