Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δεσμοφύλακας ο [δezmofílakas] Ο5 : υπάλληλος των φυλακών, αυτός που είναι επιφορτισμένος με τη φρούρηση των φυλακισμένων: Ο κατάδικος δραπέτευσε αφού ακινητοποίησε το δεσμοφύλακα.
[λόγ. < ελνστ. δεσμοφύλαξ, αιτ. -ακα]