Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δεσιά
1 εγγραφή
δεσιά η [δesxá] Ο24 : (λαϊκότρ.) 1. δέσιμο. 2. τεχνητό φράξιμο που αποσκοπεί στην αλλαγή της κατεύθυνσης ρεύματος νερού.

[δεσ- (δένω) -ιά (πρβ. μσν. δέσις ίδ. σημ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες