Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δεοντολογικός -ή -ό [δeondolojikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη δεοντολογία: ~ ιατρικός κώδικας.
δεοντολογικά & (λόγ.) δεοντολογικώς ΕΠIΡΡ. [λόγ. < γαλλ. déontologique < déontolog(ie) = δεοντολογ(ία) -ique = -ικός· λόγ. δεοντολογικ(ός) -ώς]