Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δενδροκόμος ο [δenδrokómos] Ο18 : αυτός που ασχολείται με την καλλιέργεια των δέντρων.
[λόγ. δενδρο(κομία) -κόμος μτφρδ. γαλλ. arbori culteur (πρβ. ελνστ. δενδροκόμος `που φροντίζει τα δέντρα΄)]