Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δεμάτι
3 εγγραφές [1 - 3]
δεμάτι το [δemáti] Ο44 : μεγάλη δέσμη συνήθ. από κλαδιά, άχυρα κτλ.: ~ από στάχυα / σανό / ξερόκλαδα. Tα χερόβολα γίνονταν δεμάτια και τα δεμάτια θημωνιές. Kουβαλούσε στη ράχη του ένα ~ ξύλα.

[μσν. δεμάτιν < ελνστ. δεμάτιον υποκορ. του αρχ. δέμα]

δεματιάζω [δematxázo] -ομαι Ρ2.1 : κάνω δεμάτια, δένω σε δεμάτια: ~ ξύλα / χόρτα / δέρματα.

[μσν. δεματιάζω < δεμάτ(ι) -ιάζω]

δεμάτιασμα το [δemátxazma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του δεματιάζω.

[δεματιασ- (δεματιάζω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες