Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δελτάριο
1 εγγραφή
δελτάριο το [δeltário] Ο42 : έντυπο από λεπτό χαρτόνι, συνήθ. μικρού σχήματος, που μπορεί να ταχυδρομηθεί χωρίς φάκελο: Tαχυδρομικό / εικονογραφημένο ~.

[λόγ. < ελνστ. δελτάριον `μικρή πινακίδα΄ υποκορ. του αρχ. δέλτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες