Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δεκαρολόγος
2 εγγραφές [1 - 2]
δεκαρολόγος 1 ο [δekarolóγos] Ο18 : (προφ.) αυτός που μαζεύει ασήμαντα κέρδη με ταπεινά και εξευτελιστικά μέσα, αυτός που δεκαρολογεί 1.

[λόγ. δεκαρο(λογώ) 1 -λόγος]

δεκαρολόγος 2 ο : αυτός που δεκαρολογεί 2: ~ του μίσους.

[λόγ. < δεκαρολόγος 1]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες