Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δεκαπεντασύλλαβος
1 εγγραφή
δεκαπεντασύλλαβος -η -ο [δekapendasílavos] Ε5 : 1. που αποτελείται από δεκαπέντε συλλαβές: Δεκαπεντασύλλαβη λέξη. 2α. (μετρ.) ιαμβικός στίχος που αποτελείται από δεκαπέντε μετρικές συλλαβές: ~ στίχος. || (ως ουσ.) ο δεκαπεντασύλλαβος, ο πολιτικός στίχος: Ο ~ είναι ο εθνικός μας στίχος. β. που αναφέρεται στο δεκαπεντασύλλαβο στίχο: Δεκαπεντασύλλαβα μέτρα.

[λόγ. δεκαπέντ(ε) -α- (κατά τα τετρα- πεντα- κτλ.) συλλαβ(ή) -ος, κατά το ενδεκασύλλαβος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες