Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δεκαπενθήμερος
1 εγγραφή
δεκαπενθήμερος -η -ο [δekapenθímeros] Ε5 : 1. που διαρκεί δεκαπέντε μέρες: Δεκαπενθήμερη άδεια / εκδρομή / αργία. 2. (τυπ.) που εκδίδεται κάθε δεκαπέντε μέρες: Δεκαπενθήμερο περιοδικό. Δεκαπενθήμερη έκδοση / επιθεώρηση. 3. (ως ουσ.) το δεκαπενθήμερο, διάστημα δεκαπέντε ημερών: Θα λείψω το πρώτο δεκαπενθήμερο του Mαΐου. || αμοιβή δεκαπέντε ημερών εργασίας: Πληρώθηκες το δεκαπενθήμερο;

[λόγ. δεκαπέντ(ε) + ημέρ(α) -ος ( [t > θ] κατά το πενθήμερος)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες