Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δεκάλεπτος 1 -η -ο [δekáleptos] Ε5 : που διαρκεί δέκα λεπτά: Δεκάλεπτο διάλειμμα. || (ως ουσ.) το δεκάλεπτο, χρονικό διάστημα δέκα λεπτών: Θα έρθω σε ένα δεκάλεπτο.
[λόγ. δεκα- + λεπτ(όν) 2 -ος]
- δεκάλεπτος 2 -η -ο : (παρωχ.) που έχει αξία ίση με δέκα λεπτά της δραχμής. || (ως ουσ.) το δεκάλεπτο, νόμισμα αξίας δέκα λεπτών· δεκάρα.
[λόγ. δεκα- + λεπτ(όν) 1 -ος]