Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δεκάκις
1 εγγραφή
δεκάκις [δekákis] επίρρ. : α. (λόγ.) δέκα φορές. β. για το σχηματισμό αριθμητικών: ~ εκατομμύριο. ~ χιλιοστός.

[λόγ. < αρχ. δεκάκις]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες