Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δείνα [δina] αντων. αόρ. (άκλ.) : χρησιμοποιείται με άρθρο και στα τρία γένη στη θέση ουσιαστικού ή επιθέτου για πρόσωπο ή πράγμα στο οποίο ο ομιλητής αναφέρεται αόριστα, γιατί δεν μπορεί ή δε θέλει να το ονομάσει, να το ορίσει (συχνά έχει προηγηθεί με ανάλογη χρήση η αντωνυμία τάδε).
[λόγ. < αρχ. δεῖνα]
- δεινά τα [δiná] Ο38 : γεγονότα συνήθ. απρόσμενα, που φέρνουν στον άνθρωπο μεγάλη δυστυχία· συμφορές: Tα ~ της ανθρωπότητας.
[αρχ. δεινά (δες στο δεινός)]
- δείνας ο [δínas] αντων. αόρ. (βλ. Ο2, χωρίς πληθ.) : (λαϊκότρ.) δείνα (για το αρσενικό γένος).
[μσν. δείνας < αρχ. δεῖνα με προσθήκη του χαρακτηριστικού του αρσ. -ς]