Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δειλινό
1 εγγραφή
δειλινό το [δilinó] Ο38 : 1. το χρονικό διάστημα λίγο πριν ή λίγο μετά τη δύση του ηλίου: Ένα ωραίο ανοιξιάτικο ~. Kατά το ~ φύγανε όλοι. || (μτφ., λογοτ.): Tο ~ της ζωής. 2. (λαϊκότρ.) απογευματινό.

[ελνστ. δειλινόν `βραδινό φαγητό΄ ουσιαστικοπ. ουδ. του αρχ. επιθ. δειλινός `που ανήκει στο βράδυ΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες