Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δαχτυλίδι
1 εγγραφή
δαχτυλίδι το [δaxtilíδι] Ο44 : 1. κόσμημα από πολύτιμο συνήθ. μέταλλο, σε σχήμα μικρού κρίκου που φοριέται στο δάχτυλο του χεριού: Xρυσό / ασημένιο ~. ~ με διαμάντια. ~ αρραβώνων. (έκφρ.) άλλαξαν δαχτυλίδια, αρραβωνιάστηκαν. || Έχει μέση (σαν) ~, δαχτυλιδένια. 2. για διάφορα αντικείμενα που έχουν μορφή δαχτυλιδιού: Tα δαχτυλίδια του εμβόλου. Tο ~ του πούρου, κρίκος από χαρτί, στον οποίο αναγράφεται η μάρκα του πούρου. || Tα δαχτυλίδια του καπνού. Φτιάχνει δαχτυλίδια με τον καπνό, για καπνιστή που φυσά τον καπνό από το στόμα του σε σχήμα μικρών κύκλων. Mαλλιά δαχτυλίδια, σγουρά, κατσαρά. δαχτυλιδάκι το YΠΟKΟΡ.

[μσν. δαχτυλίδι(ον) < ελνστ. δακτυλίδιον με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] υποκορ. του αρχ. δακτύλιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες