Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δασοφύλακας
1 εγγραφή
δασοφύλακας ο [δasofílakas] Ο5 : υπάλληλος της δασικής υπηρεσίας επιφορτισμένος με τη φύλαξη του δάσους.

[λόγ. δάσ(ος) -ο- + -φύλακας μτφρδ. γαλλ. guarde forestier]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες