Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- δασοφύλακας ο [δasofílakas] Ο5 : υπάλληλος της δασικής υπηρεσίας επιφορτισμένος με τη φύλαξη του δάσους.
[λόγ. δάσ(ος) -ο- + -φύλακας μτφρδ. γαλλ. guarde forestier]
ΞΞ½Ξ± εγχείΟΞ·ΞΌΞ± του ΞΞΞ½Ο„ΟΞΏΟ… Ελληνικής ΓλΟσσας Ξ³ΞΉΞ± την υποστήΟΞΉΞΎΞ· της ελληνικής Ξ³Ξ»Οσσας στη διαχΟΞΏΞ½Ξ―Ξ± της: Ξ±Οχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, Ξ½ΞΞ± ελληνική αλλά ΞΊΞ±ΞΉ στη συγχΟΞΏΞ½ΞΉΞΊΞ® της διάσταση.
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[λόγ. δάσ(ος) -ο- + -φύλακας μτφρδ. γαλλ. guarde forestier]
| © 2006 - 2008 Centre for the Greek Language | Copyright | Terms of Use |