Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δασμός ο [δazmós] Ο17 : φόρος τον οποίο επιβάλλει το κράτος σε εμπορεύματα τα οποία εισάγονται, εξάγονται ή περνούν από το έδαφός του: Aύξηση / μείωση / κατάργηση / επιβολή δασμών. Δασμοί εισαγωγικοί / εξαγωγικοί. Δασμοί προστατευτικοί, εισαγωγικοί δασμοί που αποσκοπούν στην προστασία της εγχώριας παραγωγής. Είδη απαλλαγμένα από δασμούς.
[λόγ. < αρχ. δασμός]