Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δανειστικός -ή -ό [δanistikós] Ε1 : που αναφέρεται στο δανειστή ή στο δανεισμό: Δανειστικό συμβόλαιο. Δανειστική ασφάλεια. || Δανειστική βιβλιοθήκη, που δανείζει.
[λόγ. < ελνστ. δανειστικός]



