Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δανειστής
1 εγγραφή
δανειστής ο [δanistís] Ο7 θηλ. δανείστρια [δanístria] Ο27 : αυτός που δανείζει χρήματα: Οι δανειστές του ελληνικού δημοσίου. Tον κυνηγούν οι δανειστές του. || (επέκτ., και ως επίθ.): Δανείστρια γλώσσα.

[αρχ. δανειστής· λόγ. δανεισ(τής) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες