Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δανεισμός
1 εγγραφή
δανεισμός ο [δanizmós] Ο17 : 1. η χορήγηση ή η λήψη δανείου1: Εξωτερικός ~. H κυβέρνηση, για να αντιμετωπίσει τις έκτακτες ανάγκες, κατέφυγε στο δανεισμό. 2. η χρήση δανείου2. || (γλωσσ.): Διαχρονικός ~, από παλαιότερη μορφή της ίδιας γλώσσας. Εξωτερικός ~, από άλλη γλώσσα. Εσωτερικός ~, από άλλη μορφή ή διάλεκτο της ίδιας γλώσσας. Ορθογραφικός ~, όχι με βάση την προφορά της ξένης λέξης αλλά την ορθογραφία της, π.χ. βεδουίνος < ιταλ. beduino.

[λόγ.: 1: αρχ. δανεισμός· 2: κατά τη σημ. της λ. δάνειο2]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες