Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δανδής
1 εγγραφή
δανδής ο [δanδís] Ο8 : άντρας που ντύνεται και συμπεριφέρεται με εξεζητημένη κομψότητα.

[λόγ. < γαλλ. dandy < αγγλ. dandy (ορθογρ. δαν.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες