Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δαμαλίδα η [δamalíδa] Ο26 : (ιατρ.) ο ορός που χρησιμοποιείται για τον εμβολιασμό κατά της ευλογιάς.
[λόγ. δαμαλ(ίς) -ίδα, βράχυνση της λ. δαμαλίτις < αρχ. δάμαλ(ις) `δαμάλα΄ -ίτις > -ίτιδα μτφρδ. γαλλ. vaccin]