Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δακτυλογραφώ [δaktiloγrafó] -ούμαι Ρ10.9 : γράφω ένα κείμενο στη γραφομηχανή ή σε ηλεκτρονικό υπολογιστή: Δακτυλογραφημένα έγγραφα. Πότε θα μου δακτυλογραφήσεις τα χειρόγραφα;
[λόγ. δακτυλογράφ(ος) -ώ μτφρδ. γαλλ. dactylographier (δες στο δακτυλογράφος)]