Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δακτυλοβάμον
1 εγγραφή
δακτυλοβάμον το [δaktilovámon] Ο πληθ. δακτυλοβάμονα : (ζωολ., συνήθ. πληθ.) ως χαρακτηρισμός ζώων τα οποία βαδίζουν πατώντας με τα δάχτυλα στο έδαφος (σε αντιδιαστολή προς τα πελματοβάμονα, που πατούν με ολόκληρο το πέλμα). || (ως επίθ.): Δακτυλοβάμονα ζώα.

[λόγ. δάκτυλ(ος) -ο- + ελνστ. -βάμων, ουδ. -ον αναλ. προς το ελνστ. πτεροβάμων `που κινείται με φτερά΄, μτφρδ. νλατ. digitigrada (πληθ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες