Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δακρύβρεχτος
1 εγγραφή
δακρύβρεχτος -η -ο [δakrívrextos] Ε5 : που είναι ποτισμένος με δάκρυα, κυρίως ειρωνικά, για κτ. που προσπαθεί να προκαλέσει τη συγκίνησή μας με τρόπο μελοδραματικό: Δακρύβρεχτο έργο / μυθιστόρημα. Mου ΄στειλε μια δακρύβρεχτη επιστολή.

[λόγ. δάκρυ + βρεκτ(ός) -ος < βρεκ- (βρέχω) -τός με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] μτφρδ. γαλλ. mouillé de larmes]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες