Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δαγκάνα
1 εγγραφή
δαγκάνα η [δaŋgána] Ο25α : 1. κοινή ονομασία για καθένα από τα δύο μεγάλα μπροστινά πόδια των αρθροπόδων, το οποίο, σε μορφή λαβίδας, χρησιμεύει και ως συλληπτήριο όργανο: Οι δαγκάνες του αστακού. || (επέκτ.): Οι δαγκάνες της τανάλιας. 2. (μτφ.) ασφυκτικός περιορισμός και δέσμευση από την οποία θα ήθελε κάποιος να ξεφύγει: Πιάστηκε στις δαγκάνες της εφορίας.

[δαγκάν(ω) -α (αναδρ. σχημ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες