Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δίωρος
1 εγγραφή
δίωρος -η -ο [δíoros] Ε5 : που διαρκεί δύο ώρες: Δίωρη στάση εργασίας / διαδρομή. Δίωρο μάθημα, που γίνεται δύο φορές την εβδομάδα. || (ως ουσ.) το δίωρο, χρονικό διάστημα δύο ωρών: Tελείωσα τη δουλειά μου σε ένα δίωρο. Tο πρώτο δίωρο δεν έγινε μάθημα, τις δύο πρώτες διδακτικές ώρες.

[λόγ. δι- 1 + ώρ(α) -ος μτφρδ. γερμ. zweistündig]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες