Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δίφωνος
1 εγγραφή
δίφωνος -η -ο [δífonos] Ε5 : (μουσ.) που εκτελείται με δύο φωνές: Δίφωνο τραγούδι.

[λόγ. δι- 1 + φων(ή) -ος μτφρδ. γερμ. zweistimmig]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες