Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δίφυλλος
1 εγγραφή
δίφυλλος -η -ο [δífilos] Ε5 : 1. για κατασκευή που κλείνει με δύο φύλλα: Δίφυλλη πόρτα / ντουλάπα. Δίφυλλο παράθυρο. 2. (βοτ.) για φυτό που έχει δύο φύλλα ή που τα φύλλα του αποτελούνται από δύο τμήματα.

[μσν. δίφυλλος < δι- 1 + φύλλ(ο) -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες