Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δίτερμα
1 εγγραφή
δίτερμα το [δíterma] Ο (στην ονομ. και αιτ. εν.) : ποδοσφαιρικό παιχνίδι όχι επίσημο, π.χ. για προπόνηση, και συχνά όχι με πλήρη ομάδα.

[δι- 1 + τέρμα κατά το μονότερμα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες