Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δίστιχος
1 εγγραφή
δίστιχος -η -ο [δístixos] Ε5 : που αποτελείται από δύο αράδες, γραμμές ή από δύο ομοιοκατάληκτους στίχους: Δίστιχη αγγελία. Δίστιχη στροφή. || (ως ουσ.) το δίστιχο, ποίημα, συνήθ. ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο: Tο λιανοτράγουδο και η μαντινάδα είναι δίστιχα.

[λόγ. < ελνστ. δίστιχος, δίστιχον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες