Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δίσημος
1 εγγραφή
δίσημος -η -ο [δísimos] Ε5 : που επιδέχεται δύο διαφορετικές ερμηνείες· αμφίσημος: Δίσημη πρόταση.

[λόγ. < ελνστ. δίσημος `αμφίβολης μουσικής ποσότητας΄ σημδ. γαλλ. ambivalent]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες