Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δίσημος -η -ο [δísimos] Ε5 : που επιδέχεται δύο διαφορετικές ερμηνείες· αμφίσημος: Δίσημη πρόταση.
[λόγ. < ελνστ. δίσημος `αμφίβολης μουσικής ποσότητας΄ σημδ. γαλλ. ambivalent]