Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δίσεκτος
1 εγγραφή
δίσεκτος -η -ο [δísektos] Ε5 : για έτος που έχει μία εμβόλιμη ημέρα, την 29η Φεβρουαρίου, και συνολικό αριθμό ημερών 366 αντί 365: Kάθε τέσσερα χρόνια έχουμε δίσεκτο έτος. Kατά τη λαϊκή παράδοση, ο ~ χρόνος φέρνει γρουσουζιά. || για χρονιά ή χρονική περίοδο γεμάτη με συμφορές: Έζησε στα δίσεκτα χρόνια του πολέμου.

[λόγ. < μσν. δίσεκτος < δις (επίρρ.) + έκτος μτφρδ. υστλατ. bisextus `με δύο φορές την έκτη ημέρα΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες