Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δίπτυχος -η -ο [δíptixos] Ε5 : 1. που αποτελείται από δύο μέρη ή από δύο ενότητες: Δίπτυχη εικόνα, δίπτυχο. Δίπτυχο αφιέρωμα στους σύγχρονους σκηνοθέτες / στον ελληνικό κινηματογράφο, κατά το οποίο προβάλλονται δύο έργα σε δύο διαφορετικές παραστάσεις. 2. (ως ουσ.) το δίπτυχο: α1. γλυπτό ή ζωγραφικό έργο που αποτελείται από δύο κινητά φύλλα. || μικρή φορητή εικόνα, στο καθένα από τα κινητά φύλλα της οποίας απεικονίζεται ένα διαφορετικό θρησκευτικό θέμα. α2. (εκκλ.) δίστηλοι πίνακες ή βιβλιάρια με τα ονόματα των ζωντανών και των νεκρών, τα οποία μνημονεύονται κατά τις ιερές ακολουθίες. β. (μτφ.) σύνολο δύο εννοιών, που συνδέονται μεταξύ τους συμπληρωματικά ή αντιθετικά: Tο δίπτυχο της νίκης και της δόξας / του έρωτα και του θανάτου.
[λόγ. < αρχ. δίπτυχος `που διπλώνει στα δύο΄, ελνστ. για δίπτυχες πινακίδες]