Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δίποδος
1 εγγραφή
δίποδος -η -ο [δípoδos] Ε5 : 1. για ζωντανό οργανισμό που στηρίζεται σε δύο πόδια: Ο άνθρωπος είναι ζώο δίποδο. Tα πτηνά είναι δίποδα. 2. (ως ουσ.) το δίποδο: α. ον που έχει δύο πόδια, κυρίως μειωτικά, όταν θέλουμε να τονίσουμε την υλική και ζωώδη φύση του ανθρώπου: Δίποδα και τετράποδα. β. ζεύγος ποδιών των υποζυγίων, δηλ. τα δύο μπροστινά, πισινά, πλάγια ή διαγώνια: Οπίσθιο / διαγώνιο δίποδο.

[λόγ. επίθ. < ελνστ. ουσ. δίποδα τά, αρχ. δίπους `με δύο πόδια΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες