Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δίλημμα
2 εγγραφές [1 - 2]
δίλημμα το [δílima] Ο49 : 1. η δύσκολη θέση στην οποία βρίσκεται κάποιος, όταν πρέπει να διαλέξει ανάμεσα σε δύο διαφορετικούς τρόπους ενέργειας, που παρουσιάζουν όμως εξίσου σοβαρές αβεβαιότητες ή δυσκολίες: Bρέθηκα σε μεγάλο ~, να δεχτώ την προσφορά του ή να την απορρίψω; Aντιμετώπισε το τρομερό ηθικό ~, να σωθεί προδίδοντας τους συντρόφους του ή να εκτελεστεί; Είμαι σε ~. Φέρνω κπ. σε ~. 2. (λογ.) συνδυασμός υποθετικού και διαζευκτικού συλλογισμού, στον οποίο η μείζων προκείμενη υποθετική πρόταση περιέχει στο δεύτερο μέλος της διάζευξη με δύο αντίθετες έννοιες, που απορρίπτονται στην ελάσσονα προκείμενη με αναγκαίο συμπέρασμα να απορρίπτεται και το πρώτο μέλος της μείζονος προκείμενης.

[λόγ.: 1: ελνστ. δίλημμα· 2: σημδ. γαλλ. dilemme (στη νέα σημ.) < ελνστ. δίλημμα]

διλημματικός -ή -ό [δilimatikós] Ε1 : που έχει σχέση με το δίλημμα ή που δημιουργεί δίλημμα: Bρίσκεται / είναι σε διλημματική κατάσταση.

[λόγ. διλημματ- (δίλημμα) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες