Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δίλεπτος
1 εγγραφή
δίλεπτος -η -ο [δíleptos] Ε5 : που διαρκεί δύο λεπτά της ώρας: Δίλεπτη διακοπή. || (ως ουσ.) το δίλεπτο, χρονικό διάστημα δύο λεπτών.

[λόγ. δι- 1 + λεπτ(όν) -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες