Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δίκροτος
1 εγγραφή
δίκροτος -η -ο [δíkrotos] Ε5 : (ιατρ.) ~ σφυγμός, που εμφανίζει σε κάθε συστολή και μία δεύτερη σφύξη.

[λόγ. < αρχ. δίκροτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες