Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δίκροτο το [δíkroto] Ο42 : ιστιοφόρο πολεμικό πλοίο με δύο σειρές πυροβόλα σε κάθε πλευρά.
[λόγ. < ελνστ. δίκροτον `πλοίο με δύο σειρές κουπιών΄ < αρχ. επίθ. δίκροτος `με επανδρωμένες μόνο τις δύο σειρές κουπιών΄]
- δίκροτος -η -ο [δíkrotos] Ε5 : (ιατρ.) ~ σφυγμός, που εμφανίζει σε κάθε συστολή και μία δεύτερη σφύξη.
[λόγ. < αρχ. δίκροτος]