Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δίκρανο
1 εγγραφή
δικράνι το [δikráni] Ο44 & δίκρανο το [δíkrano] Ο41 : διχαλωτό γεωργικό εργαλείο, κατάλληλο για το λίχνισμα των σιτηρών. ΦΡ περνώ από τα καυδιανά* δίκρανα.

[μσν. δικράνιν υποκορ. του δίκραν(ον) -ι(ο)ν· ελνστ. δίκρανον (αρχ. δίκρανος `δικέφαλος΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες