Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δίκιο
1 εγγραφή
δίκιο το [δíko] Ο39 : α. για γνώμη ή για ενέργεια που χαρακτηρίζεται ως ορθή, κυρίως σε εκφράσεις έχω ~, κρίνω ή ενεργώ σωστά: Δεν έχεις ~ να μην τον εμπιστεύεσαι. Είχα ~ ή άδικο που δε σε άφησα μόνη; δίνω σε κπ. ~, τον δικαιολογώ ή τον δικαιώνω: Θα μου δώσεις ~, αν ακούσεις τις εξηγήσεις μου; με το ~ του / με όλο του το ~, εντελώς δικαιολογημένα και σωστά. ΦΡ για να πούμε και του στραβού* το ~. β. το δίκαιο και το δικαίωμα που είναι σύμφωνο με το δίκαιο: Θα πάω στο δικαστήριο για να βρω το ~ μου. Έχω το ~ / είναι το ~ με το μέρος μου. ΦΡ με πνίγει το ~, όταν αδικείται κάποιος και δεν μπορεί να αντιδράσει. με τρώει το ~, αγανακτώ για την αδικία που μου έκαναν.

[αρχ. δίκαιον με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. και αποβ. του τελ. [n] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες