Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δίγαμος
1 εγγραφή
δίγαμος -η -ο [δíγamos] Ε5 : που έχει συνάψει δεύτερο γάμο, χωρίς να έχει πάρει διαζύγιο από τον πρώτο.

[λόγ. < ελνστ. δίγαμος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες